Ο Σωτήρης διάβασε το “Ο Κήπος του Χειμώνα” της Kristin Hannah

Η Kristin Hannah είναι πλέον μία από τις αγαπημένες μου συγγραφείς αν και ομολογώ ότι είμαι ακόμα σε φάση διερεύνησης του έργου της. Σε λίγες μέρες κυκλοφορεί το νέο της βιβλίο οπότε με αφορμή αυτό θα κάνω ένα ελάχιστο αφιέρωμα για να μπορέσω να σας εξηγήσω μέσα από μία σειρά κριτικών πού οφείλεται αυτή μου η αγάπη. Εννοείται ότι το τέλος αυτού του μικρού αφιερώματος θα είναι η κριτική του εν λόγω βιβλίου. Για να γυρίσουμε στο βιβλίο που βλέπετε, όμως. Στον κήπο του χειμώνα έχουμε μία ιστορία μέσα σε μία άλλη, τη μία ομορφότερη και συγκινητικότερη από την άλλη. Μία πολύ ωραία σύγχρονη ιστορία για την απώλεια και τις σχέσεις που διαταράσσονται όταν ο φόβος της έχει υποσκάψει, μέσα από την οποία φτάνουμε σε μία συγκλονιστική αφήγηση που ξεκινάει σαν παραμύθι από τη Ρωσία του μεσοπολέμου για να καταλήξει σε μία συνταρακτική κορύφωση στη διάρκεια της πολιορκίας του Λένινγκραντ.

Περίληψη από το οπισθόφυλλο

wΛένινγκραντ, 1941. Μια πόλη άλλοτε ονειρεμένη, τώρα πολιορκείται από τους Ναζί –θαμμένη στο χιόνι, αποκομμένη από κάθε βοήθεια… Μια πόλη γεμάτη γυναίκες που πασχίζουν απεγνωσμένα να σώσουν τα παιδιά τους και τον εαυτό τους –με κάθε τίμημα…

Σιάτλ, 2000. Η Άνια Γουίτσον χάνει τον σύζυγό της και νιώθει μεμιάς τα χρόνια και τη θλίψη να τη βαραίνουν αβάσταχτα. Είναι πια ώρα ν’ απλώσει το χέρι στις αποξενωμένες κόρες της. Σιγά σιγά, διστακτικά, αρχίζει να τους εξιστορεί ένα παραμύθι για μια όμορφη μικρή Ρωσίδα που ζούσε σε μια μαγική πόλη πριν από μια ολόκληρη ζωή…

Η Νίνα και η Μέρεντιθ έχουν ακούσει πολλές φορές την αρχή του παραμυθιού, αλλά ποτέ το τέλος. Αυτή τη φορά, αποφασισμένες να βρουν την αλήθεια πίσω από τον μύθο, θα πιέσουν τη μητέρα τους να διηγηθεί ολόκληρη την ιστορία. Και θα ανακαλύψουν ένα μυστικό τόσο αδιανόητο που θα τις ταράξει συθέμελα –και θα τις κάνει να δουν με άλλα μάτια τη μητέρα τους, την οικογένειά τους, αλλά και τη δική τους ζωή.

Ο Κήπος του Χειμώνα είναι μια επική ιστορία αγάπης στη Ρωσία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και μια ιστορία για τους ακατάλυτους δεσμούς ανάμεσα στις γυναίκες –μητέρες, κόρες, αδερφές– την ενοχή και την εξιλέωση. Είναι μια ιστορία για τον πόλεμο –όχι των ηρώων, αλλά των απλών ανθρώπων που τον κουβαλούν μέσα τους ακόμη κι όταν έχει πια από καιρό τελειώσει.

Κριτική

Το καλύτερο πράγμα που μπορεί να συμβεί όταν διαβάζεις ένα βιβλίο είναι να το βρεις καλύτερο από αυτό που προσδοκούσες, αυτό μπορώ να πω ότι έγινε με αυτό εδώ το βιβλίο. Βέβαια στην πραγματικότητα ήμουν και λίγο υποψιασμένος καθώς πριν από αρκετό καιρό είχα διαβάσει το συγκλονιστικό “Το Αηδόνι” που με είχε αφήσει άφωνο με την πολύ συγκινητική ιστορία του και την υπέροχη γραφή του, οπότε σίγουρα η ικανοποίηση μου δεν ήταν και τόσο μεγάλη έκπληξη. Απλά το γεγονός ότι από αυτά που διάβασα για αυτό το βιβλίο είχα την εντύπωση ότι θα ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό με έκανε συγκρατημένο στις προσδοκίες μου, κάτι που φαίνονταν να επιβεβαιώνεται με τις πρώτες σελίδες. Ας μπω, όμως, στο θέμα.

Στην αρχή έχουμε μία μάλλον όχι ιδιαίτερα πρωτότυπη ιστορία. Η απώλεια του πιο αγαπημένου προσώπου φέρνει πιο κοντά μία μητέρα με τις δύο κόρες της με τις οποίες δεν είχε ποτέ ιδιαίτερα θερμή σχέση, οι οποίες, τηρώντας την τελευταία υπόσχεση στον αποθανόντα, προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν για αυτό το σκοπό μία αφήγηση για το κρυφό παρελθόν στη Ρωσία του μεσοπολέμου και των φρικτών χρόνων του πολέμου. Συνηθισμένο το θέμα οπότε για να υπάρξει κάτι καλύτερο χρειάζεται ένα και μοναδικό πράγμα: ένα ιδιαίτερο συγγραφικό ταλέντο που ευτυχώς υπάρχει άφθονο στην περίπτωση της Kristin Hannah.

Όπως καταλαβαίνετε έχουμε ουσιαστικά δύο ιστορίες, τη μία μέσα στην άλλη. Από τη μία έχουμε την ιστορία κοντά στο σήμερα και την ιστορία του παρελθόντος. Στην πρώτη παρά τη μη ύπαρξη μεγάλης πρωτοτυπίας στην επιλογή του θέματος η συγγραφέας μας μεταφέρει με πολύ ωραίο τρόπο τον πόνο της απώλειας και τον τρόπο με τον οποίο ξεσκεπάζει όλα αυτά τα ζητήματα που είχανε μείνει κάτω από το χαλί. Βλέπετε, πίσω από την εικόνα των τέλειων οικογενειών και των τέλειων ζωών υπάρχει η σταδιακή αποξένωση, οι χαμένες προσδοκίες, τα όνειρα που έμειναν κάπου θαμμένα και πάνω από όλα η διστακτικότητα που έρχεται στο τέλος στην έκφραση των πιο όμορφων συναισθημάτων απέναντι στα αγαπημένα μας πρόσωπα, τότε μου το “σ’ αγαπώ” κάπου ξεχνιέται ή χάνει το νόημά του. Με λίγα λόγια το συνηθισμένο γίνεται ασυνήθιστο και το πεζό γεμίζει με λογοτεχνική ομορφιά. Ίσως υπάρχουν, βέβαια, κάποια κλισέ, κάποιες ευκολίες και κάποιες υπερβολές που κάπως μπορεί και να φαίνονται λίγο ενοχλητικές και να αφαιρούν κάτι, αν, όμως, δεν είμαστε τόσο αυστηροί μπορούμε να τις προσπεράσουμε γιατί όταν έρχεται η στιγμή της δεύτερης ιστορίας είναι δεδομένο ότι θα τις ξεχάσουμε.

Σε αυτή τη δεύτερη ιστορία, λοιπόν, τίποτα δεν είναι συνηθισμένο. Στην αρχή η αφήγηση της γίνεται με μορφή ενός σκοτεινού παραμυθιού που μέσα από μεταφορές και παρομοιώσεις μας μεταφέρει στη Σοβιετική Ένωση τον καιρό των σταλινικών διώξεων. Σιγά σιγά, όμως, η ιστορία γίνεται όλο και πιο σκοτεινή, με τη μορφή του παραμυθιού να εγκαταλείπεται καθώς αργά αλλά σταθερά περνάμε από τη δυσκολία του σκληρού καθεστώτος στην τραγωδία του πολέμου και συγκεκριμένα της πολιορκίας του Λένινγκραντ. Ανάλογη είναι και η πορεία της γραφής της συγγραφέως που γίνεται ολοένα και πιο συγκλονιστική καθώς η πραγματικότητα της ζωής γίνεται όλο και πιο σκληρή και ο έρωτας που έδινε δύναμη στην αρχή και νόημα στη δύσκολη ύπαρξη δεν μπορεί να κάνει και πολλά πράγματα απέναντι στο βλέμμα ενός πεινασμένου παιδιού. Μέσα σε αυτές τις απίστευτα τραγικές στιγμές, η ηρωίδα της ιστορίας ξεπερνάει τα όριά της, θάβει τα συναισθήματά της για να μη νιώθει τον πόνο και τον μεταφέρει στους αγαπημένους της και παίρνει δύσκολες αποφάσεις που στο τέλος δεν μπορούν να μην αφήσουν στίγματα στην ψυχή της.

Βλέπετε, στην πραγματικότητα δεν μπορεί να υπάρξει καλό τέλος σε ένα πόλεμο. Η βιαιότητα του και όλα αυτά τα πράγματα που αναγκάζει τους ανθρώπους να κάνουν δεν εξαφανίζονται απλά όταν σταματάει και οι άνθρωποι μπορούν να γυρίσουν στις ειρηνικές τους ζωές. Τα τραύματα που αφήνει αλλάζουν τους ανθρώπους και καθορίζουν σε τόσο μεγάλο βαθμό τις μετέπειτα ζωές τους ώστε κανένας τομέας τους δεν μπορεί να μένει ανεπηρέαστος. Έτσι και σε αυτή την ιστορία η ηρωίδα της αποκτά φοβίες που δεν μπορεί να τις ξεπεράσει εύκολα και την κάνουν απόμακρη και διστακτική στο να προσφέρει όλη της την αγάπη για να μπορέσει να την εισπράξει πίσω και έτσι η ζωή της να έχει νόημα. Το αν τελικά μπορούν όλα αυτά να ξεπεραστούν μέσα από την αντιμετώπιση των αναμνήσεων που πονάνε μπορείτε να το μάθετε αν ακολουθώντας την προσπάθεια κριτικής μου διαβάσετε αυτό εδώ το βιβλίο.

Οπότε, για να φτάσω στο τέλος, μπορώ να παραδεχτώ ότι για άλλη μία φορά η Kristin Hannah με έκανε να κλάψω και νομίζω ότι αυτό ξεπερνάει οποιαδήποτε προσπάθεια λογικής εξήγησης της μεγάλης συμπάθειας που νιώθω για αυτό το βιβλίο. Ενστάσεις φυσικά έχω και νομίζω είναι λογικό αλλά με τίποτα δεν μπορούν να σταθούν απέναντι στο πλήθος και στην ένταση των συναισθημάτων που μου προκάλεσε. Ειδικά η περιγραφή της πείνας και της απόγνωσης μιας μητέρας στο πολιορκημένο Στάλινγκραντ είναι ανάμεσα στα πιο συγκλονιστικά κείμενα που έχω διαβάσει στη ζωή μου. Για αυτό μου είναι αδύνατον να μη τοποθετήσω αυτό το βιβλίο ψηλά στην εκτίμηση μου.

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s