Η απογοήτευση είναι συναίσθημα. Αν την νιώσεις μην απελπίζεσαι. Ίσως να είναι και ο μοναδικός δρόμος για να επιβεβαιώσεις ότι εξακολουθείς να αισθάνεσαι. Η “Κινηματογραφική Λέσχη” ίσως για κάποιους να αποσκοπεί στο να απογοητεύει, γιατί έτσι θα τους κάνει να νιώσουν- και κάτι τέτοιο σήμερα δεν το λες και αμελητέο!
Περίληψη από το Οπισθόφυλλο
Όταν ο Τζέσε, ο δεκαπεντάχρονος γιος του Ντέιβιντ Γκίλμουρ, αρχίζει να κόβεται σε όλα τα μαθήματα στο σχολείο, ο πατέρας του του κάνει μια πρωτότυπη πρόταση: μπορεί να παρατήσει το σχολείο -δε χρειάζεται να πιάσει δουλειά ή να πληρώνει νοίκι-, αλλά με έναν όρο: κάθε βδομάδα θα βλέπει τρεις ταινίες που θα επιλέγει ο πατέρας του. Έτσι, βδομάδα τη βδομάδα, πατέρας και γιος, δίπλα δίπλα, παρακολουθούν τις καλύτερες (και κατά καιρούς τις χειρότερες) ταινίες του κόσμου, ενώ μιλούν για τον κινηματογράφο και τη ζωή.
Καθώς η “Κινηματογραφική λέσχη” οδεύει προς ένα αναπόφευκτο γλυκόπικρο τέλος, ο Τζέσε παίρνει μια απόφαση που ξαφνιάζει ακόμα και τον πατέρα του…
Κριτική
Ένας έφηβος με χαμηλές σχολικές επιδόσεις. Μια οικογένεια δεύτερου γάμου που προσομοιάζει στο σκανδιναβικό μοντέλο πολιτισμού. Ένας απεγνωσμένος πατέρας που σχοινοβατεί μεταξύ της εργασιακής ανασφάλειας και της γονικής ευθύνης. Μια κρίσιμη και συνάμα τολμηρή απόφαση. Η βαρετή και αδιάφορη σχολική ρουτίνα σταματά. Μοναδική υποχρέωση συνιστά πλέον για τον 15χρονο έφηβο η από κοινού παρακολούθηση αυστηρά τριών κινηματογραφικών ταινιών εβδομαδιαίως. Η μουσική εφηβική υποκουλτούρα της hip hop περιπλέκεται αριστοτεχνικά με περιγραφές κινηματογραφικών πλάνων κλασικών αριστουργημάτων και εμπορικών προϊόντων μαζικής pop κουλτούρας της 7ης τέχνης. Ένας έφηβος που ταλανίζεται και ταλαντώνεται μεταξύ του συναισθήματος της βιωμένης απόρριψης – σχολικής, συναισθηματικής, ενδεχομένως και οικογενειακής – και της πρωτογενούς απόκλισης και πειραματισμού.
Μέσα από τις χαλαρές συζητήσεις μεταξύ πατέρα και υιού για τις ταινίες, τις φιλοσοφικές αναζητήσεις και τις αναλύσεις για την θεωρία του κινηματογράφου και την κοινωνιολογία του σινεμά ξεδιπλώνεται μια σχέση που με το πέρασμα του χρόνου θωρακίζεται και προσφέρει στον αναγνώστη τη δυνατότητα να ψηλαφίσει νοερά την σπίθα της ασφάλειας και της αυτοπεποίθησης που σιγοκαίει μέσα στην ψυχή και την καρδιά του εφήβου και σταδιακά λυτρώνει τον ίδιο και τις ανησυχίες για το μέλλον του.
Οι βασικοί χαρακτήρες του μυθιστορήματος είναι δύο. Ο Ντέιβιντ Γκίλμουρ – ο οποίος τυγχάνει και να έχει το ίδιο επώνυμο και όνομα με τον δημοφιλή κιθαρίστα των Pink Floyd – είναι ο πατέρας του δεκαπεντάχρονου εφήβου Τζέσε. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στη διάρκεια της ανάγνωσης του βιβλίου ξεφυτρώνουν και εμφανίζονται και άλλοι χαρακτήρες, οι οποίοι όμως εμφανίζονται ως φορείς εξωτερικής επιρροής και επίδρασης σε αυτήν την ιδιότυπη κινηματογραφική συνθήκη που έχουν συνάψει από κοινού πατέρας και υιός. Ο χώρος που εξελίσσεται το συγκεκριμένο μυθιστόρημα είναι ο Καναδάς ενώ ο χρόνος είναι σημερινός. Τα θέματα που θίγονται αφορούν την σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα. Η αρσενική ανεκφραστικότητα και η αδυναμία των αντρών να εκφράσουν «ανοιχτά» τα συναισθήματα τους και να απελευθερωθούν από κοινωνικές συμβάσεις εμποτίζει ολόκληρο το βιβλίο. Η δυσκολία του 15χρονου Τζέσε να μιλήσει για τα συναισθήματα του στις κοπέλες του και το hip hop ως όχημα για να μεταφέρει τα μηνύματα του ως ένας άλλος ραψωδός επηρεασμένος από τα καρέ των κινηματογραφικών ταινιών απεικονίζουν αυτή τη διάσταση.
Οι νεανικές και εφηβικές υποκουλτούρες αντανακλώνται με έναν αρκετά αφηγηματικό τρόπο. Νυχτερινά μαγαζιά που συνωστίζονται από «ψαγμένη» πιτσιρικαρία, hip hop από εφήβους που έχουν μάθει να ξεστωμίζουν τις αλήθειες τους μπολιασμένες με βρωμόλογα και με προσποιητή αλητεία , καπνός και ατελείωτες μποτίλιες αλκοόλ.
Η τέχνη του κινηματογράφου δίνει τον παλμό σε όλη τη διάρκεια του έργου. Μια οπτική επίθεση από εντυπωμένες στη μνήμη εικόνες και καταγεγραμμένα καρέ στο υποσυνείδητο από κλασικές σινεφίλ ταινίες αιφνιδιάζουν τον αναγνώστη που δεν είναι αρκετά εξοικειωμένος με τα αριστουργήματα της 7ης τέχνης και σε συνδυασμό με τις σύντομες αναλύσεις και σχόλια του συγγραφέα αναδεικνύονται σε έργα προσιτά και οικεία για εκείνον. Ο συγγραφέας αναλαμβάνει ασυναίσθητα τον ρόλο του έμπειρου και εξειδικευμένου μεταγλωττιστή και αποτυπώνει στο γραπτό λόγο του τα μηνύματα ιστορικών – από άποψη αισθητικής και εμπορικής σημασίας- μηνυμάτων των πιο αξιομνημόνευτων πλάνων της ιστορίας του κινηματογράφου.
Εν κατακλείδι, πρόκειται για ένα βιβλίο που πραγματεύεται την κοινωνική διάσταση της επιτυχίας και νομιμοποιεί εν τέλει τους μηχανισμούς αναπαραγωγής της κοινωνικής διαστρωμάτωσης αν και αρχικά δίνει την εντύπωση στον αναγνώστη της απόρριψης του τυπικού σχολικού συστήματος. Μια ιστορία που ήταν σφυρηλατημένη με ανθεκτικά υλικά για να ξεπεράσει τα κοινωνικά ταμπού αλλά ο συγγραφέας προτίμησε να παραμείνει δέσμιος αρνούμενος εν τέλει να απελευθερωθεί και να απελευθερώσει τον υιό του από την κοινωνική νοηματοδότηση της επιτυχίας κλείνοντας το μάτι στην κυρίαρχη ιδεολογία υποδηλώνοντας ότι η προσωπική ευτυχία είναι ζήτημα κοινωνικής αναρρίχησης και ακαδημαϊκής – σχολικής επίδοσης. Ο David Gilmour, ο κιθαρίστας των Pink Floyd, θα ανταπάνταγε με θράσος στον φινάλε της ιστορίας που επιλέγει o συνονόματος συγγραφέας :
“Hey, teacher leave the kids alone.
All in all, you ‘re just another brick in the wall”