Ο  Χαλαζίας ένιωσε  πικρία και θλίψη με το βιβλίο «όταν τα νιάτα θέλουν» της Νίτσας Τζώρτζογλου

Αν ενδιαφέρεσαι να διαβάσεις ένα ιστορικό μυθιστόρημα από την εποχή του Παύλου Μελά που θα σε βουλιάξει στα βαλτώδη έλη της άβολης αμηχανίας και θα πλημμυρίσει την καρδιά σου με τα δυσάρεστα αισθήματα  της ντροπής και της αιδούς, τότε η δημιουργός του βιβλίου  «όταν τα νιάτα θέλουν» θα αγγίξει τα αδιόρατα νήματα ενός εθνικού συλλογικού τραύματος που υπόκωφα ουρλιάζει στα κατάκλειστα  κελάρια της τοπικής κοινωνίας της Μακεδονίας και ενοχικά αυτολογοκρίνεται ένεκα μιας πολλά υποσχόμενης πολιτικής υπερεθνικής ολοκλήρωσης.  Αν ενδιαφέρεσαι να μάθεις ορισμένες πληροφορίες για τον Μακεδονικό Αγώνα σε μυθιστορηματική μορφή αλλά φοβάσαι ότι οι κυρίαρχοι ιδεολογικοί συντελεστές καταστολής σκέψης θα σου προσάψουν αυθαίρετα την απαξιωτική ταμπέλα του «εθνικόφρονα» και θα σου φορέσουν την ετικέτα του «φασίστα», τότε   το «όταν τα νιάτα θέλουν» της Νίτσας Τζώρτζογλου είναι ένα καταφύγιο για να ακουμπήσεις την ψυχή σου και να επικοινωνήσεις με την νεκρή ζωντανή  δημιουργό του, η οποία κοπιάζει να διασώσει την συλλογική μνήμη σε μια εποχή που οι αρχιτέκτονες της παγκοσμιοποίησης και των αφομοιωτικών της διαδικασιών και μηχανισμών επιδιώκουν να αλλοιώσουν και να παραχαράξουν την ιστορία και να δρομολογήσουν την συλλογική λήθη. Ενδεχομένως λαμβάνοντας υπόψη την πολιτική ροή της τρέχουσας επικαιρότητας  των τελευταίων ετών και τις γεωπολιτικές εξελίξεις μεταξύ των συμφωνιών της Ελλάδας με άλλα κράτη της βαλκανικής καταλαβαίνει κανείς ότι ενδεχομένως αν ζούσε και έγραφε σήμερα  η δημιουργός ξανά το βιβλίο της θα παρέφραζε τον τίτλο και θα το ονομάτιζε ως «όταν τα νιάτα δεν θέλουν». 

Περίληψη από το Οπισθόφυλλο

Το βιβλίο μας πηγαίνει πίσω σ’ ένα πολύ γνωστό κομμάτι της ιστορίας του Μακεδονικού Αγώνα. Η δράση αρχίζει στη Θεσσαλονίκη, μεταφέρεται στις όχθες της λίμνης της Καστοριάς, για να τελειώσει και πάλι στη Θεσσαλονίκη.

Οι ιστορικές αναφορές είναι αυθεντικές και δίνουν μια ζωντανή εικόνα του δραματικού αγώνα που δόθηκε για τη Μακεδονική ανεξαρτησία. Όσο για τους ήρωες, είναι μια αγορίστικη και κοριτσίστικη παρέα που παρακινημένη από το αίσθημα του δίκιου και του πατριωτισμού, καταφέρνει όσα και για μεγάλους ακόμα θα ήταν δύσκολα. Στο διάστημα του ενός χρόνου που κρατά η ιστορία μας, ανάμεσα σε δραματικές και αστείες περιπέτειες, τα παιδιά φέρνουν σε καλό τέλος τις αποστολές τους και δίνουν το λόγο τους να συνεχίσουν έως την τελειωτική απελευθέρωση της Μακεδονίας.   

Κριτική

            Το βιβλίο αυτό της Νίτσας Τζώρτζογλου εμφανίζει αρκετά κοινά στοιχεία όσον αφορά την θεματολογία με το κλασικό και διαχρονικό βιβλίο της Πηνελόπης Δέλτα, «τα Μυστικά του Βάλτου». Στο «όταν τα νιάτα θέλουν» ο αναγνώστης γίνεται παρατηρητής μιας παρέας παιδιών που προέρχονται από διαφορετικές κοινωνικές αφετηρίες  αλλά μοιράζονται ένα κοινό όραμα που δεν είναι άλλο από την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Βέβαια, στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι στο οπισθόφυλλο η Νίτσα Τζώρτζογλου αναγράφει ότι «οι ιστορικές αναφορές δίνουν μια ζωντανή εικόνα του δραματικού αγώνα που δόθηκε για τη Μακεδονική ανεξαρτησία». Το σημείο αυτό εγείρει αρκετά ερωτηματικά στον σύγχρονο αναγνώστη δεδομένου ότι υπάρχουν φωνές από το εξωτερικό που υποστηρίζουν και υπερασπίζονται την Μακεδονική ανεξαρτησία. Ωστόσο, δεδομένου ότι το βιβλίο αυτό γράφτηκε το 1987 υποθέτουμε ότι η δημιουργός του αναφερόταν στην εθνική ολοκλήρωση και ενσωμάτωση της περιοχής της Μακεδονίας στο εθνικό κορμό.

            Η συγγραφέας αναφέρεται στη δράση των εκπροσώπων των  θεσμικών φορέων του ελληνικού κράτους (π.χ. Εκκλησία, Δημόσιες προξενικές αρχές, στρατός, σχολείο) προκειμένου να προστατεύσουν τους τοπικούς πληθυσμούς  και να αντιμετωπίσουν τους βούλγαρους κομιτατζήδες, οι οποίοι εφορμούσαν στα ελληνικά χωριά της Μακεδονίας. Το βιβλίο αυτό διαδραματίζεται ατύπως σε δύο κεντρικούς άξονες.  Ο πρώτος άξονας αναφέρεται στη δράση των παιδιών στα μεγάλα αστικά κέντρα και σε μυστική συνεννόηση με τις προξενικές αρχές του ελληνικού κράτους στη Θεσσαλονίκη, που ήταν ακόμη πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.  Ο δεύτερος άξονας αναφέρεται στη δράση για την απελευθέρωση της Μακεδονίας που διαδραματίζεται στην περιφέρεια και την ύπαιθρο.

            Στο φόντο  του ιστορικού αυτού μυθιστορήματος  υφέρπουν και τα ειδύλλια των νεαρών παιδιών  που συνθέτουν ένα εκρηκτικό μίγμα ικανό να προσελκύσει το ενδιαφέρον του νεαρού αναγνώστη για την εξέλιξη τους. Συγκινητικό στοιχείο συνιστά η ανταλλαγή γραμμάτων και η σημασία και η αξία της επικοινωνίας που προσέδιδαν οι πρωταγωνιστές στα ανεπίσημα αυτά ταχυδρομικά δίκτυα. Η σπανιότητα και η δυσκολία της επικοινωνίας προσέδιδε ένα διαφορετικό νόημα σε αυτήν. Το πολιτισμικό αυτό στοιχείο της ανταλλαγής χειρόγραφων γραμμάτων γίνεται ακόμη πιο έντονο σήμερα δεδομένης της πολυτροπικότητας και της πυκνότητας της επικοινωνίας  που επικρατεί μετά κιόλας της εξάπλωσης και της διάδοσης του διαδικτύου, των ηλεκτρονικών υπολογιστών και των έξυπνων κινητών τηλεφώνων.     

            Συνοπτικά, το «όταν τα νιάτα θέλουν» είναι ένα βιβλίο που θα πρέπει να διαβαστεί από όλους τους Έλληνες αναγνώστες κάθε ηλικίας δεδομένου ότι ενδυναμώνει την συλλογική μνήμη και υπενθυμίζει άθελα του τα ολισθήματα και τις παλινωδίες της σύγχρονης εξωτερικής πολιτικής. Δεδομένου ότι η έκδοση του βιβλίου που διαβάσαμε ήταν του 1992 συνειδητοποιούμε ότι 30 χρόνια  αργότερα το βιβλίο αυτό γίνεται τραγικά επίκαιρο εφόσον δεν εξυπηρετεί την σκοποθεσία και τα συμφέροντα της κυρίαρχης οικονομικής και πολιτικής ελίτ Οι αναγνώστες με βιβλία σαν αυτό της Τζώρτζογλου αποκτούν ερεθίσματα που μπορούν να ενεργοποιήσουν τα κοινωνικά και εθνικά τους αντανακλαστικά, να σφυρηλατήσουν την μορφή μιας δυναμικής αντίδρασης τους στα γεωπολιτικά κελεύσματα που επιτάσσουν οι εποχές να προκαλέσουν την εναντίωση τους και εντέλει να γκρεμίσουν βίαια το οικοδόμημα ενός πλαστού αφηγήματος  με μοναδικό σκοπό  οι εθνικές κοινωνίες να προχωρήσουν στην υπερεθνική τους μετάλλαξη φορώντας  τον μανδύα μιας ειρηνευτικής διεθνιστικής ερμηνείας και προοπτικής.  

            Εν κατακλείδι , διαβάζοντας το «όταν τα νιάτα θέλουν» συνειρμικά μας ήρθαν στις διψασμένες αμμουδιές του νου τα δροσερά κύματα από τους στίχους του Δημήτρη Μητσοτάκη του συγκροτήματος των Ενδελέχεια:

«Κλωστές κρατάνε και κινούμαι σε μια χώρα που επιπλέει
με επιβάτες παραμύθια και θεούς
κρατώντας γύφτικο ζουρνά, στήνει καρτέρι
να μας μαγέψει με της Κίρκης τους λυγμούς

Κλωστές, τα σύνορα του κόσμου…

κλωστές, ο φόβος κι ο θυμός μου»