Τα φιλαναγνωστικά σκυλιά του Χαλαζία ουρλιάζουν και αλυχτάνε λυσσασμένα μπροστά στο «Μοτέλ Μορένα» του Αλέξη Σταμάτη

Μυστηριακές τελετές εμποτισμένες με γνήσια παγανιστικά στοιχεία αναδύονται στοιχειωμένες με το μπόλι  του αισθησιασμού και της ελευθερομιξίας πάνω σε έναν ξεχασμένο τόπο όπου κυριαρχεί η   απαλλαγή από τα ταμπού και η απενοχοποίηση από κάθε ντροπή για την ερωτική απόλαυση. Ταυτοχρόνως ανθρωποθυσίες και θυσίες ζώων φαντάζουν στα μάτια των πρωταγωνιστών και των αναγνωστών σαν ένα μικρό θεατρικό δρώμενο που τα όρια μεταξύ σκηνοθεσίας και αληθινής σκηνικής δράσης παραμένουν δυσδιάκριτα. Ιθαγενείς «ανώμαλοι» συναλλάσσονται με πνευματώδεις δραματουργικούς τουρίστες και ένα αληθινό δράμα σκάει και στήνεται σαν πυροτέχνημα  ικανό να φουσκώσει τα διψασμένα μυαλά κάθε πεινασμένου για περιπέτεια Κοινωνικού Ανθρωπολόγου.  

«Παρείσακτοι απολίτιστοι» διδάσκουν βιωματικά και δραματουργούν  αριστοτεχνικά τον έρωτα και τον θάνατο. «Πολιτισμένοι ανόητοι» από την άλλη με καλλιτεχνικές παρωπίδες γεμάτοι αμετροέπεια και αλαζονεία σνομπάρουν το «αλλόκοτο»  και απαξιώνουν το «ακατάληπτο».

«Κουλτούρα» και «Πολιτισμός» παραμένουν οι κεφαλαιώδεις έννοιες που τίθενται σε αποσύνθεση και σε εκ νέου διαπραγμάτευση.

Περίληψη από το Οπισθόφυλλο

Ένας πενταμελής θίασος με επικεφαλής τους πρωταγωνιστές Ρομάν, σκηνοθέτη – συγγραφέα, και τη σύντροφο του Θίντα, πρώην σταρ του σινεμά, φτάνει στον τελευταίο σταθμό της περιοδείας του, σ’ ένα παράξενο νησί με ψηλούς βράχους αλλά και οργιώδη βλάστηση.  Όσα ακολουθούν στην πραγματικότητα είναι πολύ πιο αλλόκοτα από το απόκοσμο έργο που ο θίασος θα ανεβάσει μπροστά σε ένα εντελώς ιδιόρρυθμό κοινό. Δυνάμεις υπόγειες, αρχέγονες αλλά και διαχρονικές αρχίζουν να εμφανίζονται για να αμφισβητήσουν κάθε ορθολογισμό.

Το Μοτέλ Μορένα αφηγείται την άλλη πλευρά του πολιτισμού που πολλοί νομίζουν ότι χάθηκε, αλλά τα ίχνη του είναι ορατά σε κάθε συμπεριφορά της ανθρώπινης φύσης. Είναι μια ιστορία όπου η Τέχνη συγκρούεται με το μυστήριο που τη γέννησε.

Κριτική

            Αν και το  «Μοτέλ Μορένα»  είναι το πρώτο βιβλίο του Αλέξη Σταμάτη που διαβάσαμε και μολονότι το βιογραφικό Σημείωμα του συγγραφέα είναι αρκετά υποσχόμενο , ωστόσο οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι δεν ενθουσιαστήκαμε με την προσπάθεια του αυτή σε ιδιαίτερο βαθμό. Αν και περιβάλλει την αφήγηση του με έναν αινιγματικό μανδύα με ταπετσαρία ένα ομιχλώδες τοπίο, ωστόσο διακατέχεται ολόκληρη η ιστορία του από υπερβολή. Μια αφήγηση με μπαλώματα από στίχους τραγουδιών μουσικών συγκροτημάτων και συμπληρώματα από αποσπάσματα βιβλίων και θεατρικών έργων που αποπροσανατολίζουν τον αναγνώστη και δημιουργούν μια ναυτία από τους συχνούς παραλληλισμούς, τις πυκνές αναλογίες και τους βαθύτερους συμβολισμούς που  επιδιώκει να ενσωματώσει στο βασικό κορμό της αφήγησης του. Ένα κομφούζιο αλλοφροσύνης εισβάλλει στον λογοτεχνικό χώρο που αγγίζει τα όρια του υπερρεαλισμού και της ακαταληψίας και προκαλεί αναγνωστικό Πανικό ( ενδεχομένως ο συγγραφέας είναι επηρεασμένος από τον Θεό Πάνα εκτός από τις διονυσιακές μυσταγωγίες και από το συναίσθημα που θέλει να σκορπίσει στα εγκεφαλικά κύτταρα κάθε αναγνώστη) . Ακόμη και οι τίτλοι των κεφαλαίων μοιάζουν να έχουν μια εσωτερική αλληγορία, την οποία ο αναγνώστης δεν είναι εύκολο να την συλλάβει.

Κυρίαρχο θέμα του βιβλίου είναι η κουλτούρα, το πολιτισμικό κεφάλαιο και η  ετερότητα. Όχημα της εξέλιξης του βιβλίου είναι η Τέχνη του Θεάτρου. Ωστόσο, το βαθύτερο νόημα θεωρούμε ότι είναι η ατέρμονη σύγκρουση μεταξύ του Έρωτα και του Θανάτου.      

            Ένα μυθιστόρημα που θυμίζει σε κάποιες περιγραφές του Αλέξη Σταμάτη ορισμένες σεκάνς σκοτεινής μυσταγωγίας της ταινίας «Μάτια Ερμητικά Κλειστά» του Στάνλευ Κιούμπρικ και  λειτουργεί συνειρμικά και συνδετικά και ως αντανακλαστική ανάμνηση και dejavu των αρχαίων  ελληνικών μυστηρίων.  

            Το εξώφυλλο του βιβλίου είναι εμβληματικό. Σχετίζεται με την εξέλιξη της αφήγησης αφενός και αφετέρου φλερτάρει με τα προχριστιανικά και παγανιστικά σύμβολα. Ενδεχομένως η μάσκα αυτή που απεικονίζεται στο εξώφυλλο να σχετίζεται και με τον σκοταδισμό, τον Μεσαίωνα και τις εξευτελιστικές ποινές που υποβάλλονταν οι παραβάτες από την Ιερά Εξέταση στη Δυτική Ευρώπη φορώντας αντίστοιχες ατιμωτικές μάσκες στο κεφάλι τους και περιφερόμενοι στις πόλεις δέχονταν ύβρεις και προπηλακισμούς, προκειμένου να   «πληγωθεί» η δημόσια εικόνα τους και να περάσουν στην σφαίρα της ανυποληψίας.

Εν κατακλείδι, το Μοτέλ Μορένα είναι ένα βιβλίο που του έχουν χρεώσει ότι κινείται στα σύνορα και φλερτάρει με την ιδέα του ντανταϊσμού. Ο αναγνώστης θα δυσκολευτεί να ταυτιστεί με τους ιδιόρρυθμους χαρακτήρες του βιβλίου. Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμη και τα ονόματα τους δεν είναι ελληνικά και ενδεχομένως να σχετίζεται αυτή η επιλογή με την πρόθεση του συγγραφέα να μεταφραστεί το συγκεκριμένο βιβλίο και σε άλλες γλώσσες και να απευθύνεται και σε ένα πιο διευρυμένο αναγνωστικό κοινό. Για τον λόγο αυτό ο Αλέξης Σταμάτης να ήθελε να επιλέξει ονόματα, τα οποία είναι ικανά να «κουμπώσουν» καλύτερα σε έναν αναγνώστη που δεν είναι αποκλειστικά η χώρα προέλευσης του η Ελλάδα. Το «Μοτέλ Μορένα» φαντάζει ως ένα θεατρικό κείμενο ή μια εκδοχή ενός αιρετικού κινηματογραφικού έργου του οποίου ο δημιουργός έχει ήδη φανταστεί την μουσική επένδυση, τους κρυφούς υπαινιγμούς και τα υπόρρητα μηνύματα μέσω προκλητικών αποσπασμάτων εμβόλιμων θρησκευτικών κειμένων και καλλιτεχνικών έργων, το οποίο παραμονεύει ανά πάσα στιγμή για να προκαλέσει και να σοκάρει αλλά εντέλει παραμένει ανολοκλήρωτο. Το «Μοτέλ Μορένα» είναι ένα έργο που ενδεχομένως να μην αρκείται ο αναγνώστης στη μια και μοναδική ανάγνωση για να το συλλάβει στην ολότητα του αλλά να απαιτείται να δώσει ο ίδιος ο αναγνώστης χρόνο στον εαυτό του και στο βιβλίο, προκειμένου να μπορέσει μελλοντικά να το επαναδιαπραγματευτεί και να το εξετάσει εκ νέου σε δεύτερο χρόνο.          

Ο Χαλαζίας συστήνεται  με το  Χόμπιτ του J.R.R. Tolkien

Πριν αρκετά χρόνια ένας οικογενειακός φίλος από το εξωτερικό επισκέπτεται την Αθήνα και μου χαρίζει ένα βιβλίο. Αμέσως το ξεφυλλίζω, παίρνω  βαθιά ανάσα, μυρίζω τις σελίδες του και πέφτω στο κρεβάτι μου, το αγκαλιάζω νοερά και  ψηλαφίζω τον κόσμο που κρύβεται μέσα του  . Έπειτα από λίγα λεπτά παρατηρώντας το προσεκτικότερα συνειδητοποιώ ότι η γραμματοσειρά είναι μικρή, η έκταση του διάστιχου περιορισμένη και το βιβλίο σχετικά πυκνογραμμένο ενώ φαντάζει ταυτόχρονα στα μάτια μου  ότι το σχήμα και η μορφή του μοιάζει πλέον με τουβλάκι  για κάθε στριφνά εμμονικό αρρωστούλη  βιβλιοθηκονόμο. Ωστόσο εξερευνώντας το διαπίστωσα ότι υπήρχαν μέσα του κρυμμένοι χάρτες. Το βιβλίο αυτό το εναπόθεσα σε ένα ράφι της βιβλιοθήκης μου και για χρόνια ακούμπαγα τις σχολικές αγωνίες μου κοιτάζοντας την ράχη του επίμονα προσμένοντας απαντήσεις σε καθημερινές και υπαρξιακές αναζητήσεις . Ο τίτλος του βιβλίου δεν είναι αυτός που φαντάζεσαι. Ήταν «Η συντροφιά του δαχτυλιδιού» από «τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών». Κάποια χρόνια αργότερα όταν συντελέστηκε και η επική κινηματογραφική διασκευή του έργου, το βιβλίο αυτό συνάντησε το βλέμμα μου και μου έγνεψε. Και έτσι κάπου στα χαομένα φοιτητικά μου χρόνια το έπιασα από το ράφι και μέθυσα ρουφώντας το  – ευτυχώς πριν το δω στο λευκό πανί.

Παρατηρώντας η τότε κοπέλα μου ότι το βαρόμετρο του αναγνωστικού ενθουσιασμού μου για την συγκεκριμένη σειρά έχει ξεκινήσει να μαρσάρει και να βαράει κόκκινο μου κάνει δώρο στα αγγλικά το επόμενο βιβλίο της σειράς “the two towers”, το οποίο και ξεκίνησα ως ένα εφαλτήριο προκειμένου  να βελτιώσω ταυτόχρονα και τα αγγλικά μου. Το τερπνόν μετά του ωφελίμου δηλαδή.  Το κατάφερα μέχρι την μέση αλλά λόγω αδυναμίας μου να το καταλάβω και να το κατακτήσω στην όλη του σύλληψη,  το παράτησα. Προφανώς και έπαιξε ρόλο μάλλον ότι το διάβασα στα αγγλικά και όχι σε κάποια ελληνική μετάφραση . Μήνες αργότερα το συνάντησα παρατημένο στην βιβλιοθήκη μου με την ράχη του να με  καρφώνει στα μάτια υποτιμητικά κάθε φορά που κοιτάζω προς το μέρος του.

Μια μέρα που άραζα στο σπίτι της τότε φίλης μου πέφτει το βλέμμα μου στη βιβλιοθήκη της  στο βιβλίο Χόμπιτ του J.R.R. Tolkien. Τότε η φίλη μου ενθουσιασμένη ξεκινά να μου περιγράφει την ιστορία και να μου αναφέρει ότι αποτελεί το προοίμιο της τριλογίας του Άρχοντα των  Δαχτυλιδιών. Την κοιτάω σαν χάνος και ακούω το κεφάλι μου να μιλάει και να λέει στο θώλο του κρανίου μου ότι κάτι προφανώς έχει χάσει αφού το πρώτο βιβλίο της σειράς του Άρχοντα των Δακτυλιδιών είναι αναμφίβολα «Η συντροφιά του δαχτυλιδιού». Αδιανόητο εξάλλου για μένα να αφεθώ και να νιώσω της παραδοχή μιας έκπτωσης στην λαβωμένη αυτοεκτίμηση μου.   

Είκοσι χρόνια μετά χαζεύω στο ράφι της βιβλιοθήκης της γυναίκας μου και ανακαλύπτω ότι αράζει ακουμπισμένη η ράχη του ίδιου τίτλου  βιβλίου. Το ανοίγω και διαβάζω την πρώτη του σελίδα. Μια χειρόγραφη εφηβική αφιέρωση απευθυνόμενη σε εκείνη από κάποιον έφηβο συμμαθητή της. Κλικ. Ο κύκλος έπρεπε να κλείσει. Το πιάνω και ξεκινώ σιγά σιγά να το διαβάζω και να στοίβω τις κούπες της φαντασίας μας. Δράκοι, ξωτικά, νάνοι, μάγοι, τελώνια, λύκοι. Πλέον όμως η ενήλικη ψυχή μου υποψιασμένη και δύσπιστη δεν παραμυθιάζεται εύκολα. Η παιδική αθωότητα σκοτώθηκε σε τροχαίο σε μια διαδρομή χρόνιας αναβλητικότητας και το Χόμπιτ καρφώνει το σταυρό της την μέρα αναγνώρισης και συνειδητοποίησης της μέρας που κόπηκε το νήμα με την ζωή της.  Όλα τα πλάσματα των παραμυθιών και της ευρηματικής φαντασίας που άνθιζαν στον ενδότοπο μου αυτοπυρπολούνταν με την γέννηση τους.        

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

Ο Μπίλμπο Μπάγκινς είναι ένα χόμπιτ που απολαμβάνει μια άνετη, χωρίς ιδιαίτερες φιλοδοξίες ζωή. Σπάνια απομακρύνεται από την αποθήκη ή το κελάρι του. Η ηρεμία του διακόπτεται όταν μια μέρα στο κατώφλι του εμφανίζεται ο μάγος Γκάνταλφ και μια παρέα νάνων για να τον παρασύρουν σε μια περιπέτεια. Το σχέδιο τους είναι ν’ αρπάξουν το θησαυρό που φυλάει ένας τεράστιος, πολύ επικίνδυνος Δράκος. Ο Μπίλμπο στην αρχή δεν είναι

Εκπλήσσει όμως τους πάντες, ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό, όταν αποκαλύπτεται πόσο πολυμήχανος είναι, και πόσο φοβερές ιδέες και ικανότητες έχει σαν διαρρήκτης!   

Κριτική

Ο Αντώνης Σαμαράκης θεσμοθετώντας την Βουλή των Εφήβων είχε τιτλοφορήσει το όλο εγχείρημα με το μότο «Φαντασία στην Εξουσία». Αν η Πολιτεία διέθετε φαντασία θα απαγόρευε την συνταγογράφηση φαρμάκων από τους ψυχιάτρους και θα ενθάρρυνε την συνταγογράφηση βιβλίων. Ενδεχομένως ασθενείς που υπέφεραν από χρόνια κατάθλιψη και ένιωθαν την φαντασία τους νεκρωμένη, τα πλάσματα του μυαλού τους αποκαμωμένα και τις κοινωνικές τους δεξιότητες παροπλισμένες, το Χόμπιτ θα μπορούσε να αποτελέσει ένα συστατικό μιας αναγνωστικής φόρμουλας που θα βοηθήσει τον ασθενή να διασχίσει έναν στενό διάδρομο ερεθισμάτων ικανών να διεγείρουν με φυσικό τρόπο τους κοιμισμένους νευροδιαβιβαστές του εγκεφάλου και να συνδέσουν ευχάριστες αναμνήσεις με αποθησαυρισμένες βιωματικές εμπειρίες φιλανανωσίας.

Δεδομένου ότι το Χόμπιτ διαβάστηκε αφού ήδη είχα γνωρίσει τους βασικούς χαρακτήρες του βιβλίου από τα επόμενα έργα του συγγραφέα δεν θα μπορούσα να είμαι αντικειμενικός και αμερόληπτος σε σχέση με το αποτύπωμα που άφησαν στο μυαλό μου μέσα από το συγκεκριμένο βιβλίο αφού ήταν ήδη πλασμένα όντα στο κεφάλι μου όχι μόνο λόγω των βιβλίων αλλά και λόγω του sequel των σχετικών ταινιών που γυρίστηκαν. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι το βιβλίο αυτό μου φάνηκε περισσότερο «παιδικό» σε σχέση με την «Συντροφιά του Δαχτυλιδιού» και ίσως αυτό να σχετίζεται με την έντονη νατουραλιστική προσέγγιση που διατρέχει ολόκληρο το βιβλίο και την παντελή απουσία των ανθρώπων στις πρωταγωνιστικές θέσεις.

Οφείλω να ομολογήσω ότι οι προσδοκίες μου για το βιβλίο αυτό ήταν ανώτερες σε σχέση με αυτό που εντέλει διάβασα. Ενδεχομένως να οφείλεται στην ηλικία που το διάβασα και εξάλλου ποιος είμαι εγώ που θα αποκαθηλώσει τον J.R.R. Tolkien από την αξία του έργου του. Δεδομένου κιόλας ότι το βιβλίο αυτό εκδόθηκε προπολεμικά αποδεικνύεται ότι είναι ένα διαχρονικό βιβλίο, το οποίο είναι πλέον στα όρια να διασχίσει τα σύνορα της κλασικής λογοτεχνίας.

Το Χόμπιτ είναι ένα βιβλίο που συστήνεται στους λάτρεις της βουκολικής φυσιολατρικής λογοτεχνίας με υψηλό το αίσθημα της ευθύνης σε ζητήματα προϊστορικά και νατουραλιστικά, οι οποίοι ενδεχομένως επιδεικνύουν και ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε ζητήματα παλαιοντολογίας. Η μαγεία εξακολουθεί να διατρέχει την ιστορία και να την καθυποτάσσει κάθε φορά που η λογική τάξη του κόσμου φαίνεται να επιβάλλει τους δικούς της κανόνες και νόρμες.   

Ο Χαλαζίας αφυπνίζεται με «το Έβδομο Κοράκι» του Peter Dickinson

ΕΠΙΣΗΜΑΙΝΕΤΑΙ ΌΤΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΓΊΝΕΙ ΚΑΜΙΑ ΝΥΞΗ, ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΚΑΙ ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ PETER DICKINSON ΜΕ ΤΟ ΟΜΩΝΥΜΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ GRIMM Ή ΜΕ ΤΟ ΟΜΟΤΙΤΛΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΟΥ DAVID ELLIOTT, ΕΦΟΣΟΝ ΓΙΑ ΤΑ ΔΥΟ ΑΥΤΑ ΕΡΓΑ ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΣΕ ΘΕΣΗ ΝΑ ΕΚΦΕΡΟΥΜΕ – ΑΚΟΜΗ -ΤΗΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΜΑΣ ΘΕΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΨΗ.


Θεμελιωτής των συγκρουσιακών θεωριών στην επιστήμη της Κοινωνιολογίας και βασικός εισηγητής του ιστορικού και του διαλεκτικού υλισμού, ο Karl Marx, ανέφερε ότι η βία είναι η μαμή της ιστορίας.  Αν ο συλλογισμός αυτός είναι ορθός τότε ποιος είναι ο ρόλος της τρομοκρατίας στην χάραξη και τον ρου της ιστορίας; Θα μπορούσε ο Peter Dickinson να λειτουργήσει σαν την κολυμβήθρα του Σιλωάμ προκειμένου  το αναγνωστικό κοινό να συμφιλιωθεί με την ριζοσπαστικοποίηση και τον εξτρεμισμό;

Αν από την άλλη το  Κοινωνικό Συμβόλαιο του Roussau λειτουργεί ως ένα εξευγενισμένο αναισθητικό στη συλλογική συνείδηση του πλήθους, προκειμένου να επιτευχθεί μαζική συμφιλίωση με την κοινωνική αδικία, λαϊκή εμπέδωση των κοινωνικών ανισοτήτων και βουβή αναπαραγωγή της παγκόσμιας κοινωνικής διαστρωμάτωσης, μήπως τότε η αθέτηση και προσβολή της άτυπης και σιωπηλής αυτής προφορικής συμφωνίας είναι η μόνη διέξοδος για την ανατροπή της κυρίαρχης ιδεολογίας; Μήπως το «έβδομο κοράκι» είναι το κουδουνάκι που αφυπνίζει τις νυσταγμένες δυτικές συνειδήσεις, προκειμένου η κοινωνία και η πολιτεία να επαναδιαπραγματευτεί τις αδιαπραγμάτευτες αρχές της και να αναψηλαφίσει τα αταλάντευτα όρια της;   

Ένας από τους βασικούς συντελεστές των θεωριών της εξάρτησης στις αναπτυξιακές σπουδές, ο Immanuel Wallerstein,  κατατάσσει και ταξινομεί τις χώρες στο παγκόσμιο κοσμοσύστημα σε πυρήνες και περιφέρειες και αντιστοίχως σε μητροπόλεις και δορυφόρους. Ουσιαστικά, πρόκειται για μια ομαδοποίηση κατ’ αναλογία με τη διάκριση των χωρών σε ανεπτυγμένες και υποανάπτυκτες και σε Πρώτο και Τρίτο Κόσμο. Αν η παγκόσμια κοινωνική   διαστρωμάτωση των χωρών εδράζεται σε επιστημονικές θεωρίες που ενέχουν εγκυρότητα, τότε ο Peter Dickinson μέσα από το καθηλωτικό του αυτό μυθιστόρημα φουλάρει τα μυαλά των αναγνωστών με  εκρηκτικά, προκειμένου το ωστικό κύμα της σκέψης τους να γίνει δράση και να μεταμορφώσει τον κόσμο έτσι ώστε να αποκτήσει μια νέα ομοιόσταση.

Αν ενδιαφέρεσαι οι καταναλωτικές σου συνήθειες και πρακτικές να συμμορφώνονται με τις ηθικές επιταγές του δίκαιου εμπορίου και να εναρμονίζονται με τις αξίες – όχι του ελάχιστου κόστους – αλλά του εξοβελισμού των πρακτικών της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από άνθρωπο και της ελεύθερης ανάπτυξης και έκφρασης της προσωπικότητας του , τότε «το έβδομο κοράκι» θα αποτελέσει μια πρόταση, που θα χορτάσει την πεινασμένη σου ανάγκη για έναν πιο δίκαιο κόσμο.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

«Τον πυροβόλησαν!»

Η Ντολλ Τζάκομπς, μόλις 17 χρονών, γεμάτη ζωντάνια, παρακολουθεί τους ηθοποιούς που μπαίνουν όλοι μαζί στην παλιά εκκλησία. Τα φώτα είναι αναμμένα, η ορχήστρα κουρδίζει τα όργανα… Η ένταση προσπάθειας τριών μηνών έχει φτάσει στο αποκορύφωμα της. Και τότε η Ντολλ ακούει ένα θόρυβο που μοιάζει με εξάτμιση αυτοκινήτου. Ένα λεπτό αργότερα τα τελευταία παιδιά του θιάσου που βρίσκονται ακόμη έξω από την εκκλησία μπαίνουν μέσα σαν κυνηγημένα. Με τρομαγμένες φωνές φέρνουν τα φοβερά νέα: «Τον πυροβόλησαν!»… και η όπερα τούτης της χρονιάς γίνεται ένα άλλου είδους θέατρο!…        

Το «Έβδομο Κοράκι» είναι ένα σύγχρονο μυθιστόρημα που θίγει το πρόβλημα της παγκόσμιας τρομοκρατίας με τρόπο γνήσια ανθρώπινο.

Κριτική

            Το πολιτικό μυθιστόρημα συνιστά ένα είδος, το οποίο διαπραγματεύεται  συγκεκριμένες θεματικές υποχρεώνοντας το αναγνωστικό κοινό να ψηλαφεί μόνο  περιορισμένες όψεις της κοινωνικής πραγματικότητας. Ο Peter Dickinson  μέσα από «το έβδομο κοράκι» ασκεί ένα είδος ιδιάζουσας αυτοκριτικής για την νεοαποικιοκρατική παράδοση που συντηρείται από τις ΗΠΑ με σκοπό την οικονομική υποδούλωση και την πολιτική χειραγώγηση των διορισμένων τοπικών κυβερνήσεων, των οποίων ο ρόλος τους και των προσώπων που τις ενσαρκώνουν τείνει να είναι τοποτηρητικός.

          Αξίζει να σημειωθεί ότι η μετάφραση στα ελληνικά του συγκεκριμένου βιβλίου έχει μεγάλη αξία δεδομένου ότι ο κοινωνιολόγος Νίκος Μουζέλης που διδάσκει στο περίφημο London School of Economics έχει γράψει μια μελέτη σύμφωνα με την οποία η αναπτυξιακή τροχιά των Βαλκανίων συμπίπτει και ταυτίζεται με την αντίστοιχη της Λατινικής Αμερικής. Εξάλλου δεν θα πρέπει να λησμονείται το γεγονός ότι ο εκτροχιασμός της Δημοκρατίας τόσο στην Ελλάδα όσο και σε χώρες της Λατινικής Αμερικής έλαβε χώρα σε κοντινές χρονικές περιόδους.

Ο Peter Dickinson κάνει αναφορά στις παράνομες παρακολουθήσεις και συνακροάσεις τηλεφώνων που γίνονται σε αυταρχικά καθεστώτα της Λατινικής Αμερικής συρρικνώνοντας τις δημοκρατικές ελευθερίες και μολονότι το βιβλίο αυτό εκδόθηκε το 1981, η ταύτιση του με την πολιτική ειδησεογραφία και την ελληνική επικαιρότητα είναι τόσο απόλυτη  που φαντάζει το βιβλίο αυτό εξωφρενικά επίκαιρο. Εξάλλου ας μην ξεχνάμε στην Ελλάδα για τις τηλεφωνικές υποκλοπές το σκάνδαλο Τόμπρα και Μαυρίκη, τις τηλεφωνικές παγιδεύσεις και παρακολουθήσεις του  Γρυλλάκη και μετέπειτα την σκηνοθετημένη αυτοκτονία του πρώην στελέχους της VODAFONE, Κώστα Τσαλικίδη, η οποία φαίνεται να συνδεόταν με το σκάνδαλο των τηλεφωνικών υποκλοπών των μελών της εκτελεστικής εξουσίας του ελληνικού κράτους.

Οι πρώτες σελίδες του βιβλίου κυλάνε με βασανιστική βραδύτητα και στα μάτια του αναγνώστη φαντάζει η υπόθεση να εξελίσσεται αργά προσδίδοντας μια  ανιαρή επίγευση στον αναγνωστικούς κάλυκες δεδομένου ότι ο συγγραφέας μας συστήνει την αφηγήτρια και τα πρόσωπα που συστήνουν την ομάδα της όπερας  κάνοντας τη  δράση να μοιάζει σαν να μην υπάρχει σε πρώτο πλάνο. Εν συνεχεία όταν πραγματοποιείται η κατάληψη της εκκλησίας του Αγίου Ανδρέα του Κένσιγκτον από τους τρομοκράτες, τότε το βιβλίο αποκτά ξεχωριστό ενδιαφέρον. Αξίζει να σημειωθεί ότι με αφορμή το βιβλίο μπήκαμε σε μια διαδικασία να αναζητήσουμε περαιτέρω πληροφορίες για τις εκκαθαρίσεις στη Μόσχα, τη δίκη της Νυρεμβέργης και τη δίκη του Άιχμαν και να καταφύγουμε σε περισυλλογή και αναστοχασμό για τα γεγονότα που έλαβαν χώρα. Ο Dickinson  χρησιμοποιεί στο βιβλίο αυτό και την τεχνική της εγκιβωτισμένης αφήγησης εφόσον μέσα από την εκτύλιξη της υπόθεσης της βίαιης κατάληψης της εκκλησίας από τους τρομοκράτες γίνεται αναφορά και στο έργο που θα ανεβάσουν τα παιδιά της όπερας, του οποίου η υπόθεση είναι σε άμεση συσχέτιση με τα όσα διαδραματίζονται και θέλει να θίξει ο συγγραφέας.  Τέλος, όσον αφορά τα αρνητικά σημεία αξίζει να σημειωθεί ότι παρατηρήσαμε κάποια σφάλματα όσον αφορά την επιμέλεια κειμένου του βιβλίου.   

Εν κατακλείδι, «το έβδομο γεράκι» είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί από αναγνώστες κυρίως του Δυτικού Κόσμου, προκειμένου να συνειδητοποιήσουν και οι ίδιοι οι πολίτες πως η ιμπεριαλιστική πολιτική των χωρών τους χρηματοδοτείται και ενισχύεται από τα δικά τους πορτοφόλια και από τις προσωπικές τους επιλογές. Οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ στρατολογούν του πολίτες τους να συμμετάσχουν εν αγνοία τους σε πολέμους και συγκρούσεις που λαμβάνουν σε καθημερινή βάση χώρα σε διάφορα μέρη της υφηλίου αδιαφορώντας για εργατικά δικαιώματα και κοινωνικές κατακτήσεις με απώτερο στόχο την μεγιστοποίηση του οφέλους τους. Δεν θα πρέπει να λησμονούμε το γεγονός ότι το βιβλίο αυτό 41 χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του είναι περισσότερο επίκαιρο από ποτέ. Αντί να διαβάσετε τις πολιτικές αναλύσεις της ειδησεογραφίας των εφημερίδων της Κυριακής, προτιμήστε να διαβάσετε προσεχτικά «το Έβδομο Κοράκι» και θα διαμορφώσετε μια πιο ολοκληρωμένη αντίληψη και εικόνα για τα τεκταινόμενα στην ελληνική και παγκόσμια πολιτική σκακιέρα. Δυστυχώς οι πολιτικές εξελίξεις  επιβεβαιώνουν τα προϊόντα της σκοτεινής μυθιστοριογραφίας επισφραγίζοντας  μέσα από το έργο του ο Peter Dickinson την χυδαία και βουβή συμμετοχή μας σε σοβαρά πολιτικά  και αξιόποινα θεσμικά εγκλήματα.