
Μυστηριακές τελετές εμποτισμένες με γνήσια παγανιστικά στοιχεία αναδύονται στοιχειωμένες με το μπόλι του αισθησιασμού και της ελευθερομιξίας πάνω σε έναν ξεχασμένο τόπο όπου κυριαρχεί η απαλλαγή από τα ταμπού και η απενοχοποίηση από κάθε ντροπή για την ερωτική απόλαυση. Ταυτοχρόνως ανθρωποθυσίες και θυσίες ζώων φαντάζουν στα μάτια των πρωταγωνιστών και των αναγνωστών σαν ένα μικρό θεατρικό δρώμενο που τα όρια μεταξύ σκηνοθεσίας και αληθινής σκηνικής δράσης παραμένουν δυσδιάκριτα. Ιθαγενείς «ανώμαλοι» συναλλάσσονται με πνευματώδεις δραματουργικούς τουρίστες και ένα αληθινό δράμα σκάει και στήνεται σαν πυροτέχνημα ικανό να φουσκώσει τα διψασμένα μυαλά κάθε πεινασμένου για περιπέτεια Κοινωνικού Ανθρωπολόγου.
«Παρείσακτοι απολίτιστοι» διδάσκουν βιωματικά και δραματουργούν αριστοτεχνικά τον έρωτα και τον θάνατο. «Πολιτισμένοι ανόητοι» από την άλλη με καλλιτεχνικές παρωπίδες γεμάτοι αμετροέπεια και αλαζονεία σνομπάρουν το «αλλόκοτο» και απαξιώνουν το «ακατάληπτο».
«Κουλτούρα» και «Πολιτισμός» παραμένουν οι κεφαλαιώδεις έννοιες που τίθενται σε αποσύνθεση και σε εκ νέου διαπραγμάτευση.
Περίληψη από το Οπισθόφυλλο
Ένας πενταμελής θίασος με επικεφαλής τους πρωταγωνιστές Ρομάν, σκηνοθέτη – συγγραφέα, και τη σύντροφο του Θίντα, πρώην σταρ του σινεμά, φτάνει στον τελευταίο σταθμό της περιοδείας του, σ’ ένα παράξενο νησί με ψηλούς βράχους αλλά και οργιώδη βλάστηση. Όσα ακολουθούν στην πραγματικότητα είναι πολύ πιο αλλόκοτα από το απόκοσμο έργο που ο θίασος θα ανεβάσει μπροστά σε ένα εντελώς ιδιόρρυθμό κοινό. Δυνάμεις υπόγειες, αρχέγονες αλλά και διαχρονικές αρχίζουν να εμφανίζονται για να αμφισβητήσουν κάθε ορθολογισμό.
Το Μοτέλ Μορένα αφηγείται την άλλη πλευρά του πολιτισμού που πολλοί νομίζουν ότι χάθηκε, αλλά τα ίχνη του είναι ορατά σε κάθε συμπεριφορά της ανθρώπινης φύσης. Είναι μια ιστορία όπου η Τέχνη συγκρούεται με το μυστήριο που τη γέννησε.
Κριτική
Αν και το «Μοτέλ Μορένα» είναι το πρώτο βιβλίο του Αλέξη Σταμάτη που διαβάσαμε και μολονότι το βιογραφικό Σημείωμα του συγγραφέα είναι αρκετά υποσχόμενο , ωστόσο οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι δεν ενθουσιαστήκαμε με την προσπάθεια του αυτή σε ιδιαίτερο βαθμό. Αν και περιβάλλει την αφήγηση του με έναν αινιγματικό μανδύα με ταπετσαρία ένα ομιχλώδες τοπίο, ωστόσο διακατέχεται ολόκληρη η ιστορία του από υπερβολή. Μια αφήγηση με μπαλώματα από στίχους τραγουδιών μουσικών συγκροτημάτων και συμπληρώματα από αποσπάσματα βιβλίων και θεατρικών έργων που αποπροσανατολίζουν τον αναγνώστη και δημιουργούν μια ναυτία από τους συχνούς παραλληλισμούς, τις πυκνές αναλογίες και τους βαθύτερους συμβολισμούς που επιδιώκει να ενσωματώσει στο βασικό κορμό της αφήγησης του. Ένα κομφούζιο αλλοφροσύνης εισβάλλει στον λογοτεχνικό χώρο που αγγίζει τα όρια του υπερρεαλισμού και της ακαταληψίας και προκαλεί αναγνωστικό Πανικό ( ενδεχομένως ο συγγραφέας είναι επηρεασμένος από τον Θεό Πάνα εκτός από τις διονυσιακές μυσταγωγίες και από το συναίσθημα που θέλει να σκορπίσει στα εγκεφαλικά κύτταρα κάθε αναγνώστη) . Ακόμη και οι τίτλοι των κεφαλαίων μοιάζουν να έχουν μια εσωτερική αλληγορία, την οποία ο αναγνώστης δεν είναι εύκολο να την συλλάβει.
Κυρίαρχο θέμα του βιβλίου είναι η κουλτούρα, το πολιτισμικό κεφάλαιο και η ετερότητα. Όχημα της εξέλιξης του βιβλίου είναι η Τέχνη του Θεάτρου. Ωστόσο, το βαθύτερο νόημα θεωρούμε ότι είναι η ατέρμονη σύγκρουση μεταξύ του Έρωτα και του Θανάτου.
Ένα μυθιστόρημα που θυμίζει σε κάποιες περιγραφές του Αλέξη Σταμάτη ορισμένες σεκάνς σκοτεινής μυσταγωγίας της ταινίας «Μάτια Ερμητικά Κλειστά» του Στάνλευ Κιούμπρικ και λειτουργεί συνειρμικά και συνδετικά και ως αντανακλαστική ανάμνηση και dejavu των αρχαίων ελληνικών μυστηρίων.
Το εξώφυλλο του βιβλίου είναι εμβληματικό. Σχετίζεται με την εξέλιξη της αφήγησης αφενός και αφετέρου φλερτάρει με τα προχριστιανικά και παγανιστικά σύμβολα. Ενδεχομένως η μάσκα αυτή που απεικονίζεται στο εξώφυλλο να σχετίζεται και με τον σκοταδισμό, τον Μεσαίωνα και τις εξευτελιστικές ποινές που υποβάλλονταν οι παραβάτες από την Ιερά Εξέταση στη Δυτική Ευρώπη φορώντας αντίστοιχες ατιμωτικές μάσκες στο κεφάλι τους και περιφερόμενοι στις πόλεις δέχονταν ύβρεις και προπηλακισμούς, προκειμένου να «πληγωθεί» η δημόσια εικόνα τους και να περάσουν στην σφαίρα της ανυποληψίας.
Εν κατακλείδι, το Μοτέλ Μορένα είναι ένα βιβλίο που του έχουν χρεώσει ότι κινείται στα σύνορα και φλερτάρει με την ιδέα του ντανταϊσμού. Ο αναγνώστης θα δυσκολευτεί να ταυτιστεί με τους ιδιόρρυθμους χαρακτήρες του βιβλίου. Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμη και τα ονόματα τους δεν είναι ελληνικά και ενδεχομένως να σχετίζεται αυτή η επιλογή με την πρόθεση του συγγραφέα να μεταφραστεί το συγκεκριμένο βιβλίο και σε άλλες γλώσσες και να απευθύνεται και σε ένα πιο διευρυμένο αναγνωστικό κοινό. Για τον λόγο αυτό ο Αλέξης Σταμάτης να ήθελε να επιλέξει ονόματα, τα οποία είναι ικανά να «κουμπώσουν» καλύτερα σε έναν αναγνώστη που δεν είναι αποκλειστικά η χώρα προέλευσης του η Ελλάδα. Το «Μοτέλ Μορένα» φαντάζει ως ένα θεατρικό κείμενο ή μια εκδοχή ενός αιρετικού κινηματογραφικού έργου του οποίου ο δημιουργός έχει ήδη φανταστεί την μουσική επένδυση, τους κρυφούς υπαινιγμούς και τα υπόρρητα μηνύματα μέσω προκλητικών αποσπασμάτων εμβόλιμων θρησκευτικών κειμένων και καλλιτεχνικών έργων, το οποίο παραμονεύει ανά πάσα στιγμή για να προκαλέσει και να σοκάρει αλλά εντέλει παραμένει ανολοκλήρωτο. Το «Μοτέλ Μορένα» είναι ένα έργο που ενδεχομένως να μην αρκείται ο αναγνώστης στη μια και μοναδική ανάγνωση για να το συλλάβει στην ολότητα του αλλά να απαιτείται να δώσει ο ίδιος ο αναγνώστης χρόνο στον εαυτό του και στο βιβλίο, προκειμένου να μπορέσει μελλοντικά να το επαναδιαπραγματευτεί και να το εξετάσει εκ νέου σε δεύτερο χρόνο.