Ο Χαλαζίας αναπόλησε την «Νινέτ» της Ζωρζ Σαρή


Προς Θεού μην αγγίξετε και μην διαβάσετε για κανέναν λόγο αυτό το βιβλίο αν είστε πολέμιος της εγκωμολογίας και της τυπικής εορταστικής απονομής επαίνων και βραβείων σε καλλιτεχνικά έργα! Η απονομή του Α’ Βραβείου Παιδικής Λογοτεχνίας το 1994  για την «Νινέτ» θα σας «τυφλώσει» με αποτέλεσμα να νιώθετε ανήμπορος  στην εξέταση του έργου αυτού της Ζωρζ Σαρή και να καθίσταται αδύνατον να σταθείτε αδέσμευτοι επιρροής από τα λιβανιστήρια και τις δοξολογίες των θεσμικών καλλιτεχνικών οργάνων .

Προς Θεού μην αγγίξετε και μην δοκιμάσετε να διαβάσετε για κανέναν λόγο αυτό το βιβλίο εάν επιπλέον απορρίπτετε την αξία των μηχανισμών του τυπικού σχολικού συστήματος, της σχολικής γνώσης και του περιεχομένου των Αναλυτικών Προγραμμάτων Σπουδών σε συνάρτηση με τα σχολικά εγχειρίδια. Η ύπαρξη σχετικού αποσπάσματος της «Νινέτ» στους μαθητές της Α Γυμνασίου στα πλαίσια της εκπαιδευτικής διαδικασίας και της διδασκαλίας του μαθήματος των Νέων Ελληνικών θα σας αποθαρρύνει στο να εκτιμήσετε την αληθινή λογοτεχνική αξία του έργου αυτού με αποτέλεσμα να κυριευθείτε από ένα διάχυτο αίσθημα δυσπιστίας και αμφιβολίας.   

Προς Θεού μην αγγίξετε και μην τολμήσετε να διαβάσετε για κανέναν λόγο αυτό το βιβλίο εάν εξακολουθεί να διαδραματίζεται μέχρι και την στιγμή που το συλλογίζεστε  ο πόλεμος στην Ουκρανία. Οι ιστορικές αναφορές και πληροφορίες που παρέχονται αφειδώς από την συγγραφέα σε μια εντελώς διαφορετική ιστορική περίοδο από την σημερινή ενδεχομένως να κλυδωνίσουν την οπτική σας και την τοποθέτηση σας για τα πράγματα σε σχέση με την σημερινή «ορθή πλευρά της ιστορίας».    

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

Μήπως ο καθένας μας δε θα ήθελε να ζήσει στην Κωνσταντινούπολη, στην Οδησσό, στην Αθήνα, στο Παρίσι ή στο Σαιν Λουί της Σενεγάλης;

Ποιος δε θα ζήλευε τη Νινέτ, που έζησε σε τόσα μέρη; Η Νινέτ, κορίτσι ατίθασο και γεμάτο ερωτήματα, μοιάζει να έχει «σηκώσει μπαϊράκι» από τη στιγμή σχεδόν που γεννήθηκε. Τι ψάχνει να βρει στις πόλεις και στις χώρες όπου έζησε;

Τι είναι εκείνο που κάνει τις αδερφές της να τη θαυμάζουν, τις θείες της ν’ απορούν, τους φίλους της να στέκουν αμήχανοι μπροστά της; Το μυστικό της Νινέτ θα μας αποκαλυφθεί άραγε;    

ΚΡΙΤΙΚΗ

       Πρωταγωνίστρια του λογοτεχνικού αυτού έργου της Ζωρζ Σαρή – όπως εξάλλου δηλώνει και ο ίδιος ο τίτλος του – είναι η Νινέτ. Αξίζει να σημειώσουμε ότι το βιβλίο αυτό ανήκει σε μεγάλο βαθμό στους κόλπους της μυθιστορηματικής βιογραφίας καθώς κεντρικό πρόσωπο αναφοράς είναι η μεγαλύτερη αδερφή της Ζωρζ Σαρή, το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας Σαριβαξεβάνη, η Νινέτ. Η «Νινέτ» χωρίζεται σε πέντε ενότητες σε σχέση με την πόλη όπου εκτυλίσσεται η υπόθεση της ιστορίας της χωρίς ωστόσο η αφήγηση να χάνει την γραμμικότητα της. Έτσι βλέπουμε ότι οι χωρικές ενότητες του έργου είναι οι ακόλουθες: Οδησσός, Αθήνα, Παρίσι, Σαιν Λουί και – ξανά – Αθήνα. Ωστόσο, η ιστορία ξεκινά από την Κωνσταντινούπολη, όπου και είναι η πόλη όπου γεννιέται η Νινέτ. Αξίζει να αναφερθεί ότι στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου υπάρχουν και ασπρόμαυρες  φωτογραφίες των χαρακτήρων και των διάφορων τοποθεσιών που επισκέφτηκαν οι πρωταγωνιστές της ιστορίας

          Ο γραπτός λόγος της Ζωρζ Σαρή είναι μεστός από ιδιωματισμούς και πλούσιος σε γλωσσικά σχήματα. Ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι η συγγραφέας έχει επεξεργαστεί σε βάθος τους χαρακτήρες του έργου της  και η αφήγηση της αντανακλά μια μυθιστοριογράφο υψηλού επιπέδου σπάνιος φορέας μιας ανώτερης μόρφωσης και παιδείας. Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι μολονότι έχουμε διαβάσει αρκετά ελληνικά βιβλία παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας δυσκολευόμαστε σημαντικά να βρούμε εφάμιλλους συγγραφείς σήμερα όπως της Ζωρζ Σαρή ή της Άλκης Ζέη.    

          Οι εθνοτικές συγκρούσεις και ο ρατσισμός μολονότι συνιστούν μια από τις βασικές θεματικές του βιβλίου, ωστόσο η «Νινέτ» εμπεριέχει και αρκετές προκαταλήψεις και έμφυλα στερεότυπα. Είναι θλιβερό διότι φαίνεται ότι και η νέα γενιά  αναπαράγει και κυοφορεί στην επόμενη γενιά την ανωτερότητα της φύσης του άντρα έναντι της γυναίκας έστω και υπήρρητα. Ωστόσο , από την άλλη ας αναλογιστούμε και το ιστορικό πλαίσιο της εποχής και ας μην λησμονούμε ότι το έργο εκδόθηκε πρώτη φορά στα ελληνικά γράμματα το 1993.    

          Το βιβλίο αυτό αποτελεί εν ολίγοις ένα νοερό ταξίδι και μια ιστορική αναφορά στον εκτοπισμό και τον ξεριζωμό των προσφύγων ανεξαρτήτων τόπου προέλευσης. Συγκεκριμένα στην Νινέτ γίνεται αναφορά στην Μικρασιατική Καταστροφή και τις εκκαθαρίσεις των Νεότουρκων, στον εκτοπισμό των ελλήνων από την Οδησσό της Ουκρανίας λόγω της ανόδου του σταλινισμού και στον αντισημιτισμό που αναπτύχθηκε σε κάποιες χώρες της Ευρώπης μετά της άνοδο του φασισμού. Η μετανάστευση εμπεριέχει και την έννοια της οικονομικής μετανάστευσης και αποτελεί έναν πρόσθετο λόγο που  επέλεξε η μητέρα της Νινέτ να εγκαταλείψει την χώρα της και να εγκατασταθεί με τον πατέρα της στην Αθήνα.   Η ιστορία της Νινέτ συντροφεύει τον αναγνώστη καθώς επισκέπτεται η ηρωίδα τα διάφορα μέρη και το βιβλίο τελειώνει με μια γλυκόπικρη γεύση ζαχαρένιας μελαγχολίας. Μιας μελαγχολίας για το χτες που χάθηκε για πάντα. Μιας μελαγχολίας για το αύριο που αλλιώς το φανταζόταν η ηρωίδα και διαφορετικά ενδεχομένως εξελίχθηκε για τις προσδοκίες μας ως αναγνώστη . Μιας μελαγχολίας για τους ίδιους τους ήρωες που προσπαθούν να εκλογικεύσουν και να συμφιλιωθούν με τις επιλογές τους αλλά εν τέλει βρίσκονται και οι ίδιοι εγκλωβισμένοι στις ιστορίες που σχεδίασε για κείνους η συγγραφέας τους και εκείνοι πλέον γίνονται μαριονέττες της λογοτεχνικής φαντασίας της.

          Εν κατακλείδι, η Νινέτ είναι ένα βιβλίο, το οποίο διαβάζοντας το δε θα νιώσετε σοφότεροι αλλά ενδεχομένως να συναντήσετε εμπειρίες που σε διαφορετική περίπτωση θα ήταν μάλλον αδύνατον να φανταστείτε ότι μπορείτε να τις βιώσετε για να εξερευνήσετε τον εαυτό σας και μέσω της ενσυναίσθησης να επιτύχετε να  τον «εμπλουτίσετε» μέσω αντίστοιχων αναγνωστικών  εμπειριών. Η «Νινέτ»  είναι ένα βιβλίο που αποτυπώνει μια εποχή που δυστυχώς έχει περάσει ανεπιστρεπτί όταν οι παραδοσιακές αξίες και η οικογένεια δεν ήταν θεσμοί νεκροί και πεθαμένοι αλλά ζωντανά κύτταρα μιας προοδευτικής κοινωνίας. Ένα βιβλίο ακόμη της Ζωρζ Σαρή που επιβεβαιώνει ότι η απουσία της σήμερα είναι ακόμη περισσότερο αισθητή για το νεανικό λογοτεχνικό κοινό.     

Ο Χαλαζίας διάβασε «τα Χέγια» της Ζωρζ Σαρή

Αποπροσανατολισμένος μεσήλικας οδηγεί την φιλαναγνωστική του περιέργεια κρατώντας στα χέρια του σταθερά το  τιμόνι στις λεωφόρους της φαντασίας και ξαφνικά πατάει φρένο απότομα αποφασίζοντας να επιστρέψει και να οδηγήσει το όχημα του νου του διασχίζοντας τα  «Χεγια» της Ζωρζ Σαρή. Η διαδρομή αρκετά ευχάριστη και οι αναμνήσεις από την υφολογική γραφή της συγγραφέως και τις εικόνες που δημιουργεί προκαλούν ρίγη συγκίνησης. Δυσκολίες εμφανίστηκαν μόνο στην ανηφόρα του περιεχομένου που επέλεξε η Ζωρζ Σαρή και για τον λόγο αυτό κιόλας η συγκεκριμένη θεματική μολονότι έχουν περάσει ήδη 35 χρόνια από την 1η έκδοση του βιβλίου δεν αποτελεί από τις θεματικές που συνηθίζουν να επεξεργάζονται οι έλληνες συγγραφείς εφηβικών μυθιστορημάτων. Κατά την πορεία του Χαλαζία στον προορισμό του δεν σημειώθηκαν αρκετές αλλαγές ταχυτήτων, εφόσον απολάμβανε να τρέχει με υψηλή ταχύτητα και στροφές για να αγγίξει το συντομότερο δυνατόν την ένταση της λύτρωσης που συνήθιζε να προσφέρει η συγγραφέας στη λήξη της προσωπικής του αναμέτρησης μέσα από την τροχιοδρομική διαδρομή που έχει χαράξει η αγαπημένη στο εφηβικό κοινό λογοτέχνης. Μολονότι όμως τα «Χέγια» ταξίδεψαν τον Χαλαζία οι ζώνες ασφαλείας δεν αφήνουν τον αναγνώστη να ταξιδέψει ξένοιαστα και τον κρατούν όμηρο της πιο ωμής και σκληρής πραγματικότητας. Για τον λόγο αυτόν εφιστούμε την προσοχή διότι για τους  ονειροπόλους έφηβους ταξιδιώτες η εμπειρία αυτού του βιβλίου ενδεχομένως και να γίνει ένα οδυνηρό τροχαίο δυστύχημα με πληγωμένα όνειρα και ακρωτηριασμένα οράματα.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

Η Μάτα τελειώνει το λύκειο στη Λαμία, ξέγνοιαστη, με τον πατέρα της και την ανύπαντρη θεία της. Ωστόσο, της κρύβουν κάποιο μυστικό. Η μητέρα της ποια ήτανε; Ζει ή στα αλήθεια έχει πεθάνει; Πρέπει, θέλει να το μάθει. Και τελικά,  αθελά της μαθαίνει ποιος ήτανε ο πατέρας της. Θα σκοντάψει βίαια πάνω στο παρελθόν του. Θα συγκρουστεί μαζί του. Η Μάτα θα εγκαταλείψει τον πατέρα της;

Με την απαράμιλλη τέχνη της η Ζωρζ Σαρή μας παίρνει μαζί της μέχρι το τέλος της ιστορίας αυτής. Ανιχνεύουμε μαζί της τα εφηβικά προβλήματα….

Κριτική

          Ένα λαογραφικό εθιμογραφικό χρονογράφημα με στοιχεία επιστολικής μυθιστοριογραφίας συνιστά το κείμενο που εκδόθηκε το 1987 από τη δημοφιλή συγγραφέα παιδικών και εφηβικών βιβλίων, την Ζωρζ Σαρή στο οποίο και αποτυπώνονται έντονες οι οσμώσεις των εφηβικών αγωνιών και της σφυρηλάτησης μιας πρόωρης πολιτικής συνείδησης. Ο χρόνος έκδοσης του βιβλίου δεν είναι τυχαίος δεδομένου ότι τη δεκαετία του 1980 η Ελλάδα διέρχεται μια περίοδο όπου οι πολίτες παρουσιάζουν έντονη πολιτική οργάνωση στη δημόσια ζωή τους και οι κοινωνικοί αγώνες αποκτούν όλο και μεγαλύτερη παρουσία στη δημόσια δράση. Καταλήψεις σχολικών μονάδων, απεργίες, κλείσιμο επιχειρήσεων, διαδηλώσεις συνιστούν ορισμένες μόνο εκφάνσεις και όψεις της δράσης των πολιτών που ενδιαφέρονται πλέον στη Μεταπολίτευση να έχουν μια συμμετοχική δράση στα κοινά.

          Ο γραπτός λόγος της συγγραφέως συνιστά μια όαση για τον αναγνώστη κάθε ηλικίας και μέσα από «τα Χέγια» δίνεται η ευκαιρία στο αναγνωστικό κοινό να έρθει σε μια πρώτη επαφή και με το έργο του Οδυσσέα Ελύτη. Στοιχεία της λαϊκής μας παράδοσης και της εθνογραφίας παρουσιάζονται και αποτυπώνονται μέσα από την αφήγηση και την παρουσίαση της τοπικής καρναβαλικής διονυσιακής γιορτής –  τα «Χέγια» – σε ένα χωριό έξω από την Λαμία όπου και διαδραματίζεται ένα σημαντικό μέρος της δράσης.

          Το μήνυμα που θέλει να μεταλαμπαδεύσει η Ζωρζ Σαρή στη νέα γενιά αναγνωστών έρχεται σε σύγκρουση με το προσωπικό μας κώδικα αξιών και μολονότι συναισθανόμαστε ότι οι προθέσεις της ήταν αγνές, προκειμένου να προφυλάξει και να προστατέψει τους μελλοντικούς ενήλικες εντούτοις καταλήγει να αγγίζει τα όρια της ανηθικότητας και της ηθικής κατάπτωσης. Σε κάποιο σημείο η Ζωρζ Σαρή σημειώνει το δίπολο «παθητική αντίσταση» και «παθητική εκτόνωση» και μολονότι εξηγεί με πολύ οξυδερκή τρόπο τους κινδύνους και τις απειλές και για τις δύο καταστάσεις ωστόσο επιλέγει να ισορροπήσει στο δρόμο της συμφιλίωσης και της αποδοχής. Ωστόσο, οφείλουμε να αναφέρουμε ότι οι διαδοχικές και αλλεπάλληλες οπισθοχωρήσεις καταλήγουν εντέλει να είναι ατελέσφορες και να οδηγούν εντέλει στην παθητική αποδοχή της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας μηδενίζοντας κάθε απόπειρα ατομικής και συλλογικής δράσης που στόχο έχει την αλλαγή.  Αν συστηματικά οι πολίτες αποφεύγουν στρατηγικά  την σύγκρουση τότε καμία αλλαγή δεν θα είναι εφικτό να συντελεστεί. Αναλογιζόμενοι ότι οι έφηβοι εμφορούνται και από ένα πνεύμα ανατροπής και επαναστατικότητας, το συγκεκριμένο βιβλίο δοκιμάζει ενδεχομένως να κατευνάσει τα πάθη τους και να τους γαλουχήσει στην «κριτική αποδοχή».

          Αξίζει να σημειώσουμε ότι το συγκεκριμένο βιβλίο της Ζωρζ Σαρή που εκδίδεται απ τις εκδόσεις Πατάκη έρχεται ενδεχομένως σε νοερή αντίθεση με τις ιδέες του βιβλίου του Peter Dickinson  «το έβδομο κοράκι» των ίδιων εκδόσεων.

          Συμπερασματικά, «τα Χέγια» είναι ένα εφηβικό μυθιστόρημα που κάνει ιστορικές αναφορές στην περίοδο της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών και περιγράφει τα ζητήματα και τις αγωνίες της εποχής. Η ανεργία, η αστυφιλία, οι παρωχημένες νοοτροπίες που επικρατούσαν για κοινωνική άνοδο και επαγγελματική αποκατάσταση, οι γενικές συνελεύσεις των μαθητών και των φοιτητών συνιστούν ορισμένους μόνο από τους θεματικούς πυρήνες, με τους οποίους καταπιάνεται με επιτυχία η συγγραφέας σε σχέση με την πένα της. Ωστόσο, αξίζει να σημειώσουμε ότι και το βιβλίο αυτό μπορεί να αποτελέσει σημαντική πηγή άντλησης πλούσιου λαογραφικού στοιχείου.